ευλοκοπούμαι

ευλοκοπούμαι
εὐλοκοποῡμαι, -έομαι (Α)
τρώγομαι από σκουλήκια.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ευλός + -κοπούμαι τού -κοπώ < -κοπος < κόπτω].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”